-
1 ὑφίστημι
A : [tense] aor. ὑπέστησα, [dialect] Dor.ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26
:—Causal, place or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152;ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1
: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16;ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7
; , etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj. 1091;ὑ. δόλον E.
l.c.; v. infr. B.1.1.3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας)ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14
(v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting,ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4
;ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr. 271
, cf. Procl. Inst.28.II [voice] Med. also in causal sense, mostly [tense] fut. and [tense] aor. 1, lay down, premise, ;ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9
;ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους.. ὑποστήσωνται Id.7.7.6
.3 conceive, suppose, c. acc. et inf.,τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς.. εἶναι Phld.D.1.17
; , cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, , cf. 12, D.L.2.86:—[voice] Pass.,τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. (Hom. uses only [tense] aor. 2):— stand under as a support,ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ.. τῇ αὐλῇ Hdt.2.153
; ;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA 708b31
; v. supr. A. 1.1.2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael. 311a17; of a sediment, deposit,ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79
, cf. Arist.Mete. 357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).II place oneself under an engagement, promise to do, folld. by [tense] fut. inf.,ὅσσ' Ἀχιλῆϊ.. ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195
, cf. Hdt.9.94;θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA 360
(troch.), cf. Ar.V. 716(anap.), Pl.Lg. 751d; by [tense] aor.inf., (i B. C.); by [tense] pres. inf.,ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128
;ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35
: the inf. is sts. omitted, ὡς.. ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., after promise given,Od.
3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sts. with acc. of object (but an inf. may be supplied),πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης.. Πριάμῳ 13.375
;τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243
, cf. 11.244; , cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν.., ἀπονέεσθαι vain was the promise we made.., that he would return, Il.5.715.3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28;ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61
, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28;ἀγῶνας Th.3.57
, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); ; ; ;ἀπεχθείας Plu.Them.3
;πόλεμον Plb. 1.6.7
, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61;τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8
;τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24
: also c. inf., consent, bring oneself to,οὔ τίς με.. ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273
;πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114
; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.b undertake an office,τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19
,31;γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12
([place name] Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic)τὴν στρατηγίαν SIG876.6
(Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: alsoἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7
;χορηγὸς ὑπέστην D.21.69
; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον.. ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet.,ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu. 204
: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i. e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).c make an offer in a public auction, ἔδοξεν.. μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο.. τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος ( = -άμενος)οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11
(iii A. D.).d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.III lie concealed or in ambush, Hdt.8.91, E.Andr. 1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2,ὑφίημι 1.3
, ὑφεῖσα.IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12:ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61
, cf. E.HF 1349: c. acc., Id.Cyc. 200, Rh. 375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph. 1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποστᾰθείς, opp. φεύγων, E.Rh. 315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr. 940b36.2 subsist, exist (cf.ὑπόστασις B.
III),κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr. 188
;ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36
;τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22
, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6;ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c
, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction betw. τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); business in hand,Plb.
6.14.5.b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank-account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.);τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211
(Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν.. χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the.. fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφίστημι
-
2 κίων
1 columnχρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας O. 6.1
κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα P. 1.19
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα (sc. δρῦς) P. 4.267ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν N. 3.21
ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες of the pillars supporting Delos fr. 33d. 9.χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκεαί θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν Pae. 8.69
met.,Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.82
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
-
3 χώρα
χώρα (-ας, -αν.)1 land countryκαὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (Aigina) O. 8.25 ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν (Aitna) P. 1.40 χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (Aigina) N. 3.13 “ δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” (Olympia) O. 6.63c place ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (sc. πόλιν) P. 4.273 -
4 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
5 Δωριεύς
1 Doriana adj., always in connection with Aigina. τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ (ὅτι μετὰ τὴν Αἰακοῦ βασιλείαν Δωριεῖς τῆς Αἰγίνης ἐκράτησαν. Σ) O. 8.30 ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (τῷ τῶν Αἰγινήτων ὕμνῳ. Σ) P. 8.20 σὺν θεῶν δέ νιν (= Αἴγιναν) αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (οἱ γὰρ ἀπὸ Δώρου Ἀργεῖοι ᾤκισαν Αἴγιναν, ἡγουμένου αὐτῶν τοῦ στόλου Τριάκοντος. Σ) I. 9.4 ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος (sc. Αἴγινα. i. e. in the Saronic gulf) Pae. 6.123b subs. θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι ὄχθαις ὑπὸ Ταυγέτου ναίοντες αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (sc. οἱ Λακεδαιμόνιοι) P. 1.65 -
6 ὑφίσταμι
a trans., set beneath c. acc. & dat.χρυσέας ὑποστσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὣς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν O. 6.1
met.,τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.26
b intrans., (plupf. pro impf.) stand beneath, supportχάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκεαί θ' ὑπὸ κίονες ἕστᾰσαν Pae. 8.69
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский